To Zero Trust αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο συζητημένα θέματα στον χώρο της κυβερνοασφάλειας, καθώς συνιστά μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση προστασίας ψηφιακών υποδομών και δεδομένων. Η βασική αρχή “never trust, always verify” έρχεται να αντικαταστήσει τις παραδοσιακές αντιλήψεις περί καθιερωμένου περιμετρικού ελέγχου, όπου τα δίκτυα και οι χρήστες στο εσωτερικό ενός οργανισμού θεωρούνταν apriori αξιόπιστοι. Η αλλαγή φιλοσοφίας είναι εμφανής και στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, όπου διαπιστώνεται τα τελευταία χρόνια αυξανόμενη ανάγκη προσαρμογής σε διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα κυβερνοασφάλειας, έτσι ώστε τόσο ο δημόσιος όσο και ο ιδιωτικός τομέας να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις μιας συνεχώς μεταβαλλόμενης ψηφιακής εποχής. Η έννοια του Zero Trust, ιδιαίτερα μέσα στο πλαίσιο της ραγδαίας ψηφιοποίησης που παρατηρείται στην Ελλάδα (με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ενίσχυση του gov.gr και τις αυξημένες ηλεκτρονικές συναλλαγές), ανοίγει τον δρόμο για πιο ανθεκτικές, αποκεντρωμένες και ασφαλείς αρχιτεκτονικές.
Η παραδοσιακή αντιμετώπιση της ασφάλειας δικτύων στηριζόταν σε ένα μοντέλο που θυμίζει το μεσαιωνικό φρούριο: όταν βρισκόταν κανείς «εντός των τειχών», απολάμβανε σχετική ελευθερία κινήσεων, ενώ όλα τα κακόβουλα σενάρια υποτίθεται ότι βρίσκονταν εκτός. Σε τεχνικό επίπεδο, αυτό μεταφραζόταν σε έναν ισχυρό perimeter firewall, ο οποίος χώριζε το «εσωτερικό» από το «εξωτερικό» δίκτυο. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, αυτή η αντίληψη κλονίστηκε από την ταχύτατη διείσδυση των cloud υπηρεσιών, τη ραγδαία αύξηση των mobile συσκευών, τις πολιτικές BYOD (Bring Your Own Device) και, βεβαίως, τις ολοένα πιο συχνές και πιο εξελιγμένες επιθέσεις ransomware ή APT (Advanced Persistent Threat). Η Ελλάδα, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υιοθετεί οδηγίες και κανονισμούς που εναρμονίζονται με τις διεθνείς εξελίξεις, όπως το NIS Directive, το GDPR, και πιο πρόσφατα το NIS2. Επιπλέον, η εδραίωση της Εθνικής Αρχής Κυβερνοασφάλειας, η ενεργή συμμετοχή του ελληνικού CERT (Computer Emergency Response Team) και η υποστήριξη ευρωπαϊκών οργανισμών όπως η ENISA (με έδρα στο Ηράκλειο Κρήτης), υπογραμμίζουν τη βαρύτητα που έχει δοθεί στον χώρο της προστασίας ψηφιακών υποδομών. Παρόλα αυτά, η ετερογένεια συστημάτων και υποδομών, ιδίως σε μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με την ολοένα αυξανόμενη πολυπλοκότητα των επιθέσεων, απαιτούν πιο ολιστικές λύσεις. Το Zero Trust έρχεται να προτείνει μια τέτοια ολιστική προσέγγιση, με επίκεντρο τη συνεχή επαλήθευση, τον αυστηρό έλεγχο πρόσβασης και τη θεώρηση ότι ο καθένας και οτιδήποτε αποτελεί πιθανή απειλή, ανεξάρτητα από τη γεωγραφική ή λογική θέση του στο δίκτυο.
Στο πλαίσιο του Zero Trust, ο όρος “Identity and Access Management” (IAM) θεωρείται κεντρικός. Η ταυτότητα και η εξουσιοδότηση (authorization) χρηστών, συσκευών και υπηρεσιών αντιμετωπίζονται με δυναμικό τρόπο, προσαρμοσμένο στα χαρακτηριστικά κινδύνου της κάθε περίπτωσης. Στις μεγαλύτερες εταιρείες και οργανισμούς του ελληνικού δημόσιου τομέα, όπως σε τράπεζες, υπουργεία και φορείς που χειρίζονται ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, η ανάγκη για αυστηρούς κανόνες διαχείρισης ταυτότητας είναι προφανής. Ωστόσο, παρατηρείται ότι αρκετές οργανωσιακές δομές, ιδίως όταν πρόκειται για τη μετάβαση σε νέες τεχνολογίες, δυσκολεύονται να εφαρμόσουν πλήρως τις αρχές του Zero Trust λόγω κληρονομιάς παλαιών συστημάτων, έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού ή οικονομικών περιορισμών. Παρά ταύτα, οι εξελίξεις στην εγχώρια κυβερνοασφάλεια δείχνουν ότι η μετάβαση σε τέτοιες αρχιτεκτονικές δεν είναι απλώς μια επιλογή, αλλά μια επιτακτική ανάγκη που οριοθετείται από τις κλιμακούμενες απαιτήσεις ασφάλειας αλλά και από την υποχρέωση συμμόρφωσης με διεθνή πρότυπα.
Η καρδιά του Zero Trust στηρίζεται στη θεώρηση ότι καμία υποδομή δεν είναι εγγενώς ασφαλής. Αντίθετα, κάθε αίτημα πρόσβασης εξετάζεται εξαρχής: ο χρήστης ή η συσκευή, ακόμη κι αν ανήκουν στο εσωτερικό δίκτυο, αντιμετωπίζονται σαν να ήταν εκτός δικτύου. Αυτό συνεπάγεται τη χρήση “least privilege”, την αρχή, δηλαδή, της ελαχιστοποίησης των δικαιωμάτων πρόσβασης. Στην πράξη, ένας υπάλληλος γραφείου σε ένα ελληνικό δημόσιο νοσοκομείο, για παράδειγμα, δεν θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε εργαστηριακά δεδομένα ή διοικητικές πληροφορίες που δεν σχετίζονται με την εργασία του, ακόμη κι αν τεχνικά ανήκει στο ίδιο εσωτερικό δίκτυο. Κάθε συσκευή ή υπηρεσία θα πρέπει διαρκώς να επιβεβαιώνεται μέσω ισχυρού μηχανισμού πιστοποίησης (π.χ., Multi-Factor Authentication), να επιτηρείται η συμπεριφορά της (μέσω Security Information and Event Management – SIEM ή User and Entity Behavior Analytics – UEBA) και να λαμβάνονται δυναμικές αποφάσεις από συστήματα SOAR (Security Orchestration, Automation and Response).
Στην Ελλάδα, η σημασία της αρχιτεκτονικής του Zero Trust αυξάνεται εκθετικά λόγω της προσπάθειας που γίνεται για τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Η πλατφόρμα gov.gr, η οποία διαρκώς ενσωματώνει περισσότερες ψηφιακές υπηρεσίες, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ψηφιοποίησης δημοσίων διαδικασιών. Παρόλο που έχουν γίνει σημαντικά βήματα ασφαλείας, όπως η απαίτηση ταυτοποίησης των χρηστών μέσω TaxisNet ή με κωδικούς τραπέζης, η διεύρυνση των υπηρεσιών σε ευαίσθητους τομείς (υγεία, παιδεία, οικονομικές συναλλαγές) αναδεικνύει την ανάγκη για πιο σύνθετες αμυντικές θωρακίσεις. Το Zero Trust μπορεί να ενισχύσει τη θωράκιση αυτή μέσω ομογενοποιημένων πολιτικών διαχείρισης πρόσβασης και συνεχούς ελέγχου των συναλλαγών. Για παράδειγμα, δεν αρκεί μόνο να γνωρίζουμε ότι ένας πολίτης συνδέεται με τα έγκυρα διαπιστευτήριά του, αλλά και το αν η συσκευή του πληροί συγκεκριμένες προδιαγραφές ασφαλείας ή αν η συμπεριφορά του εν μέσω της συναλλαγής είναι η συνηθισμένη. Εάν ο ίδιος πολίτης, ενόσω βρίσκεται στην Αθήνα, επιχειρεί ξαφνικά να συνδεθεί με την εφαρμογή σε χρόνο μηδέν από άλλη γεωγραφική τοποθεσία (π.χ. από κάποιον server στη Νότια Αμερική), το Zero Trust θα εγείρει άμεσα συναγερμό και θα διακόψει την πρόσβαση για περαιτέρω επαλήθευση.
Καίρια σημασία σε μια τέτοια προσέγγιση έχει η έννοια της “micro-segmentation”. Η μικρο-τμηματοποίηση του δικτύου διασφαλίζει ότι ακόμη και στην περίπτωση που κάποιος εισβολέας καταφέρει να αποκτήσει πρόσβαση, ο κίνδυνος θα περιοριστεί σε ένα ελεγχόμενο τμήμα της υποδομής. Στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική των περισσότερων ελληνικών επιχειρήσεων, εάν ένας εισβολέας παραβιάσει κάποιο endpoint στο λογιστήριο, θα μπορούσε σχετικά εύκολα να μετακινηθεί στο δίκτυο και να εντοπίσει άλλα συστήματα, όπως servers με ευαίσθητα δεδομένα ή σταθμούς εργασίας που διαχειρίζονται κρίσιμες πληροφορίες. Με το Zero Trust, κάθε τμήμα του δικτύου (financial services, HR, IT management) απομονώνεται, επιτρέποντας μόνο συγκεκριμένα “flows” επικοινωνίας, τα οποία είναι απολύτως απαραίτητα για την εκτέλεση της εργασίας. Έτσι, ακόμα κι αν υπάρξει συμβάν, αυτό παραμένει γεωγραφικά και λογικά περιορισμένο, κερδίζοντας χρόνο στις ομάδες ασφαλείας να αντιδράσουν και να διαχειριστούν το περιστατικό με ελάχιστη ζημιά.
Το πλαίσιο του Zero Trust δεν σταματά όμως στη διαχείριση ταυτότητας και στη μικρο-τμηματοποίηση. Η συνεχής παρακολούθηση και ανάλυση (continuous monitoring and analytics) διαδραματίζει κεντρικό ρόλο. Στην ελληνική αγορά, τα τελευταία χρόνια, αρκετές εταιρείες και πάροχοι Managed Security Services προωθούν λύσεις SIEM που συγκεντρώνουν δεδομένα από διάφορες πηγές logs, όπως firewalls, endpoints, cloud υπηρεσίες και εφαρμογές. Αυτή η συγκεντρωτική πλατφόρμα επιτρέπει, μέσω μηχανισμών τεχνητής νοημοσύνης ή πιο εξειδικευμένων rule-based συστημάτων, την ανίχνευση ύποπτων συμπεριφορών. Η οπτική του Zero Trust βασίζεται στην ιδέα ότι η απειλή μπορεί να προέλθει από παντού, οπότε η συνεχής επιτήρηση του δικτύου και των χρηστών θεωρείται απαραίτητη, σε αντίθεση με παλαιότερες πρακτικές όπου αρκούσε μια απλή στατική πολιτική.
Στην Ελλάδα, όπου αρκετοί χρήστες δεν έχουν ακόμα την κατάλληλη εκπαίδευση σε ζητήματα ψηφιακής ασφάλειας, η συνεχής παρακολούθηση της συμπεριφοράς των endpoints αναδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμη. Ένας υπάλληλος ο οποίος κατεβάζει και εγκαθιστά ένα ύποπτο λογισμικό, χωρίς να το γνωρίζει, μπορεί να καταστεί θύμα κακόβουλης δράσης και να θέσει σε κίνδυνο ολόκληρο τον οργανισμό. Με το Zero Trust, κάθε εγκατεστημένο λογισμικό ελέγχεται και αξιολογείται η συμπεριφορά του μέσω Endpoint Detection and Response (EDR) λύσεων, ενώ σε πραγματικό χρόνο ενδέχεται να εκτελούνται διαδικασίες “quarantine” ή πρόσθετος έλεγχος ταυτότητας εάν ανιχνευθεί κάτι ασυνήθιστο. Εδώ έγκειται και η σημασία των SOAR συστημάτων, τα οποία αυτοματοποιούν μεγάλο μέρος της απόκρισης σε συμβάντα. Τα SOAR εργαλεία μπορούν να επιβάλλουν άμεσα πολιτικές αποκλεισμού ή να απομονώσουν έναν χρήστη ή μια συσκευή, έτσι ώστε να μην εξαπλωθεί πιθανό malware ή κενό ασφάλειας. Στον ελληνικό ιδιωτικό τομέα, ιδίως σε εταιρείες πληροφορικής, fintech νεοφυείς επιχειρήσεις και βιομηχανίες που προσπαθούν να εκσυγχρονίσουν τις γραμμές παραγωγής τους, τέτοια εργαλεία έχουν ήδη αρχίσει να υιοθετούνται για να μειωθεί ο χρόνος ανίχνευσης και απόκρισης σε απειλές.
Ένα επίσης εξίσου σημαντικό κομμάτι του Zero Trust, το οποίο εφαρμόζεται και σε διεθνές επίπεδο, είναι το λεγόμενο “Secure Access Service Edge” (SASE). Πρόκειται για μια προσέγγιση που ενσωματώνει διάφορες λειτουργίες ασφάλειας δικτύου, όπως Cloud Access Security Broker (CASB), Zero Trust Network Access (ZTNA), secure web gateway και άλλα χαρακτηριστικά, σε μια ολοκληρωμένη cloud πλατφόρμα. Στην Ελλάδα, αν και η υιοθέτηση αυτής της τεχνολογίας βρίσκεται σε σχετικά πρώιμο στάδιο, παρατηρείται έντονο ενδιαφέρον από μεγαλύτερους οργανισμούς, όπως τραπεζικά ιδρύματα και τηλεπικοινωνιακούς παρόχους. Οι συγκεκριμένοι κλάδοι αντιμετωπίζουν αυστηρές κανονιστικές ρυθμίσεις και υψηλές απαιτήσεις διαθεσιμότητας, οπότε η δυνατότητα του SASE να ενοποιεί υποδομές και πολιτικές ασφαλείας θεωρείται εξαιρετικά ελκυστική. Με τη σταδιακή μετάβαση των υποδομών σε cloud περιβάλλοντα (τόσο ιδιωτικά όσο και δημόσια), η υλοποίηση SASE πλατφορμών που βασίζονται στις αρχές του Zero Trust διευκολύνει τον απομακρυσμένο έλεγχο πρόσβασης, επιταχύνει τη συμμόρφωση με κανονισμούς και παρέχει κεντρικό έλεγχο για πολλαπλές γεωγραφικές τοποθεσίες ή θυγατρικές επιχειρήσεις.
Οι λόγοι για τους οποίους κρίνεται κρίσιμη η υιοθέτηση ενός Zero Trust μοντέλου στην Ελλάδα αποτυπώνονται όχι μόνο στην αύξηση του ψηφιακού εγκλήματος, αλλά και στη δυναμική που αποκτούν ηλεκτρονικές υπηρεσίες σε ευαίσθητους τομείς, όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η ενέργεια και η ναυτιλία. Η ελληνική ναυτιλιακή βιομηχανία, για παράδειγμα, λόγω της χρήσης δικτυακών τεχνολογιών για την παρακολούθηση πλοίων, την εκτέλεση ηλεκτρονικών συναλλαγών και την ανταλλαγή δεδομένων σε πραγματικό χρόνο, μπορεί να γίνει στόχος για επιθέσεις ransomware ή για προσπάθειες κατασκοπείας. Με το Zero Trust, κάθε endpoint σε ένα πλοίο θα μπορούσε να απαιτεί διαρκή επαλήθευση και παρακολούθηση, έτσι ώστε να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος μόλυνσης ή μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης στο κεντρικό δίκτυο της ναυτιλιακής εταιρείας.
Αντίστοιχα, στον τομέα της υγείας, με την εξέλιξη των ηλεκτρονικών ιατρικών φακέλων, τις τηλεϊατρικές εφαρμογές και τις ανταλλαγές κλινικών πληροφοριών μεταξύ νοσοκομείων, ο έλεγχος και η επιβεβαίωση της ταυτότητας των χρηστών και των συσκευών, καθώς και η συνεχής διασφάλιση της ακεραιότητας των δεδομένων καθίστανται κρίσιμες. Στην ελληνική πραγματικότητα, πολλά νοσοκομεία διαθέτουν πλέον ψηφιακές πλατφόρμες προγραμματισμού ραντεβού, διασύνδεση με τον ΕΟΠΥΥ και ηλεκτρονική συνταγογράφηση. Η αρχιτεκτονική Zero Trust θα μπορούσε να εφαρμοστεί, για παράδειγμα, υλοποιώντας micro-segmentation ανά τμήμα (π.χ. ιατρικά αρχεία, φαρμακείο, διοικητικό προσωπικό), ώστε να αποτραπεί η ελεύθερη μετακίνηση ενός εισβολέα σε όλο το εσωτερικό δίκτυο. Η διαβάθμιση των προνομίων, που είναι στη βάση του least privilege, βοηθά στην προστασία των ευαίσθητων δεδομένων υγείας. Παράλληλα, η διαρκής παρακολούθηση και ο έλεγχος συμπεριφοράς των λογαριασμών μπορούν να ανιχνεύσουν περιπτώσεις εσωτερικής απειλής (insider threat), που ενδέχεται να προκύψουν από προσωπικό ή εξωτερικούς συνεργάτες.
Είναι σημαντικό να αναδειχθεί το γεγονός ότι η εισαγωγή του Zero Trust σε έναν οργανισμό δεν αποτελεί ένα «πυροτέχνημα» ή μια κίνηση που μπορεί να υλοποιηθεί άμεσα και συνολικά μέσα σε λίγες εβδομάδες. Πρόκειται για μια σταδιακή διαδικασία, η οποία αρχίζει συχνά με τον εντοπισμό των πιο κρίσιμων υποδομών και δεδομένων (crown jewels) και την επιβολή αυστηρότερων πολιτικών ασφαλείας εκεί, επεκτεινόμενη έπειτα και στο ευρύτερο οικοσύστημα. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, οι διεθνείς βέλτιστες πρακτικές προτείνουν πιλοτικές εφαρμογές (proof of concept) σε επιλεγμένα σημεία του δικτύου, έτσι ώστε οι ομάδες ασφαλείας να κατανοήσουν σε βάθος τις τεχνολογίες IAM, micro-segmentation και SOAR. Για την ελληνική πραγματικότητα, όπου ενδέχεται να υπάρχουν αποκλίσεις στην ψηφιακή ωριμότητα μεταξύ διαφορετικών δημοσίων υπηρεσιών ή ιδιωτικών οργανισμών, μια τέτοια σταδιακή μετάβαση επιτρέπει την καλύτερη αξιολόγηση των κινδύνων και την πιο αποτελεσματική εκπαίδευση του προσωπικού.
Η εκπαίδευση του ανθρώπινου παράγοντα παραμένει καθοριστική. Ακόμα και σε ένα αυστηρά δομημένο Zero Trust περιβάλλον, εάν οι χρήστες παραμείνουν ο «αδύναμος κρίκος», το όφελος μπορεί να αποδυναμωθεί. Στην Ελλάδα, υπάρχουν ήδη αρκετά προγράμματα ενημέρωσης και κατάρτισης γύρω από θέματα κυβερνοασφάλειας, τόσο από δημόσιους φορείς όσο και από ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς οργανισμούς, όμως η επίτευξη μιας ευρείας και ενιαίας κουλτούρας ασφαλείας δεν είναι απλή υπόθεση. Ο ψηφιακός εγγραμματισμός (digital literacy) στο σύνολο του πληθυσμού είναι ένα ζήτημα που απαιτεί συντονισμό από το εκπαιδευτικό σύστημα, την πολιτεία και τις επιχειρήσεις. Το Zero Trust έρχεται να ενισχύσει τη γενικότερη κουλτούρα της ασφάλειας, διότι εμπεδώνει την ιδέα ότι καμία ενέργεια ή συναλλαγή δεν μπορεί να θεωρείται αυτομάτως ασφαλής. Κάθε φορά που ζητείται πρόσβαση σε μια κρίσιμη εφαρμογή ή σε ένα ευαίσθητο dataset, ο υπάλληλος ή ο πελάτης ενδέχεται να χρειαστεί να υποβληθεί σε πρόσθετους ελέγχους ταυτοποίησης, γεγονός που δημιουργεί έναν συνεχή μηχανισμό ευαισθητοποίησης και υπενθύμισης.
Παρότι το Zero Trust αναγνωρίζεται ευρέως για τη χρησιμότητά του, η εφαρμογή του ενέχει ορισμένες πρακτικές δυσκολίες. Στο ελληνικό περιβάλλον, μία από αυτές τις δυσκολίες αφορά την ετερογένεια των τεχνολογικών συστημάτων, ιδίως σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις που βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο ψηφιοποίησης. Πολλές από αυτές τις δομές εξακολουθούν να βασίζονται σε legacy συστήματα, τα οποία δεν παρέχουν επαρκή διαλειτουργικότητα με σύγχρονες λύσεις IAM ή micro-segmentation. Επιπρόσθετα, η έλλειψη οικονομικών πόρων συχνά καθιστά δυσχερή την επένδυση σε software-defined networking τεχνολογίες, οι οποίες διευκολύνουν τη μικρο-τμηματοποίηση, ή σε ολοκληρωμένες πλατφόρμες SIEM/UEBA. Ωστόσο, καθώς οι κυβερνοεπιθέσεις και οι κακόβουλες δραστηριότητες δεν κάνουν διακρίσεις ως προς το μέγεθος ή την οικονομική ισχύ ενός οργανισμού, αυτή η δικαιολογία παύει σταδιακά να είναι βιώσιμη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω διαφόρων προγραμμάτων και κονδυλίων, ενθαρρύνει την αναβάθμιση των συστημάτων ασφαλείας, ενώ η εθνική νομοθεσία προβλέπει και θα συνεχίσει να προβλέπει εντατικούς ελέγχους συμμόρφωσης σε κρίσιμους τομείς. Άλλωστε, το NIS2, που αποτελεί τη νεότερη μετεξέλιξη του NIS Directive, αυστηροποιεί τα κριτήρια ασφαλείας για πληθώρα οργανισμών, όπως τα Critical Infrastructure κομμάτια (μεταφορές, ενέργεια, υγεία, τραπεζικός κλάδος κ.λπ.).
Σε ένα αμιγώς επιχειρησιακό επίπεδο, η αξία του Zero Trust για την ελληνική οικονομία έγκειται κυρίως στη μείωση του ρίσκου από επιθέσεις που θα μπορούσαν να επιφέρουν σημαντικό οικονομικό πλήγμα ή να πλήξουν την αξιοπιστία μιας εταιρείας ή φορέα. Η διακοπή λειτουργιών, η διαρροή προσωπικών δεδομένων, οι κυρώσεις από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές λόγω μη συμμόρφωσης, καθώς και η ζημιά στη φήμη μιας επιχείρησης συνιστούν στοιχεία που μπορεί να απειλήσουν την επιχειρηματική βιωσιμότητα. Το Zero Trust, με τη συνεχή επαλήθευση και τη δόμηση πολιτικών ελαχιστοποίησης δικαιωμάτων, μικραίνει αισθητά την επιφάνεια επίθεσης (attack surface) και περιορίζει τις πιθανότητες να επεκταθεί ένα περιστατικό σε ολόκληρο το οργανωσιακό οικοσύστημα. Για παράδειγμα, αν σε μια ελληνική ναυτιλιακή εταιρεία εισβάλει ransomware σε ένα απομακρυσμένο endpoint ενός λογιστή, ο οποίος συνδέεται μέσω VPN από το σπίτι του, το Zero Trust θα περιορίσει τη ζημιά, ελέγχοντας τι μπορεί στην πραγματικότητα να προσπελάσει αυτός ο λογαριασμός και διακόπτοντας άμεσα την επικοινωνία εάν εντοπιστεί ύποπτη συμπεριφορά. Με τον τρόπο αυτόν, το πρόβλημα δεν θα εξαπλωθεί σε κρίσιμα συστήματα πλοήγησης ή σε databases με στοιχεία πελατών.
Τα οφέλη του Zero Trust δεν περιορίζονται αποκλειστικά στον τομέα της ασφάλειας. Μια καλά σχεδιασμένη αρχιτεκτονική Zero Trust συχνά βελτιώνει την ορατότητα (visibility) του οργανισμού στα συστήματα και τις διαδικασίες του. Όταν όλα τα αιτήματα πρόσβασης απαιτούν καταγραφή και αποτίμηση κινδύνου, οι διαχειριστές αποκτούν πιο σαφή εικόνα για το ποιες επικοινωνίες είναι απαραίτητες και ποιες όχι, ποια endpoints συνδέονται τακτικά, ποια λογισμικά τρέχουν στο περιβάλλον και πώς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Αυτή η εικόνα βοηθά στην καλύτερη οργάνωση του IT και συχνά οδηγεί σε βελτιστοποίηση πόρων. Επιπλέον, από τη σκοπιά της συμμόρφωσης, ένα Zero Trust μοντέλο είναι πιο συμβατό με οδηγίες όπως το GDPR, καθώς ο οργανισμός μπορεί πιο εύκολα να ελέγξει ποιος έχει πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα και υπό ποιους όρους. Αυτό βοηθά και στο να εξαχθούν αναφορές και log data τα οποία να επιβεβαιώνουν ότι εφαρμόζεται στην πράξη η αρχή του “data minimization”.
Καθώς η τεχνολογία εξελίσσεται, ορισμένες από τις λύσεις που σχετίζονται με το Zero Trust γίνονται όλο και πιο αυτοματοποιημένες και φιλικές προς τον τελικό χρήστη. Παρά ταύτα, η αλήθεια είναι ότι η αρχική εφαρμογή του Zero Trust σε μεγάλους οργανισμούς ενδέχεται να απαιτήσει ικανό χρονικό διάστημα προετοιμασίας, μελέτης και δοκιμών. Στην ελληνική πράξη, όπου συχνά οι οργανισμοί έχουν να διαχειριστούν πιεστικά χρονοδιαγράμματα, συνδυάζουν διαφορετικούς vendors και λειτουργούν με προσωπικό που ενδεχομένως δεν έχει εξειδίκευση στην κυβερνοασφάλεια, η πρόκληση είναι ακόμη μεγαλύτερη. Εντούτοις, η σταδιακή αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού και η διαμόρφωση συγκεκριμένων πλαισίων συνεργασίας με αξιόπιστους integrators ή παρόχους υπηρεσιών ασφάλειας είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για να προχωρήσει ένα τέτοιο έργο. Πολλές εταιρείες στην Ελλάδα ήδη προσφέρουν συμβουλευτικές υπηρεσίες και λύσεις Zero Trust, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει πρόσβαση σε διεθνείς λύσεις που υποστηρίζονται από τοπικούς συνεργάτες.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι το Zero Trust δεν έρχεται σε αντίθεση με τις ήδη υπάρχουσες πρακτικές ασφάλειας· αντίθετα, επιχειρεί να τις ενορχηστρώσει σε ένα ενιαίο πλαίσιο. Έτσι, ένα παραδοσιακό firewall συνεχίζει να είναι χρήσιμο για τη βασική προστασία περιμέτρου, ενώ οι μηχανισμοί intrusion detection/prevention (IDS/IPS) μπορούν να ενσωματωθούν στους κανόνες micro-segmentation και continuous monitoring. Οι υπάρχουσες πολιτικές παρακολούθησης των endpoints, εφόσον προσαρμοστούν στη φιλοσοφία του “never trust, always verify”, μπορούν να εμπλουτιστούν με τεχνολογίες EDR και Data Loss Prevention (DLP). Ο συνδυασμός όλων αυτών των εργαλείων, κάτω από μια ομπρέλα Zero Trust, αυξάνει κατακόρυφα το επίπεδο ασφαλείας και διευκολύνει την ταχύτερη απόκριση σε περιστατικά. Στην εγχώρια αγορά, οποιοσδήποτε οργανισμός επιθυμεί να θωρακιστεί ουσιαστικά απέναντι σε σύγχρονες απειλές θα χρειαστεί σταδιακά να περάσει από αυτό το “mosaic” τεχνολογιών σε μια πιο συνεκτική, ολοκληρωμένη στρατηγική.
Σε θεσμικό επίπεδο, οι ελληνικές αρχές δείχνουν ολοένα και μεγαλύτερη κατανόηση της ανάγκης στροφής προς μοντέλα όπως το Zero Trust, ιδιαίτερα εφόσον κρίσιμες υπηρεσίες του Δημοσίου, αλλά και επιχειρήσεις στρατηγικού ενδιαφέροντος, γίνονται ψηφιακά ευάλωτες σε απειλές που μπορούν να επηρεάσουν τη δημοκρατική, οικονομική και κοινωνική σταθερότητα της χώρας. Μια επιτυχής υιοθέτηση αρχών Zero Trust σε όλο το φάσμα της κρατικής μηχανής θα μπορούσε να ενισχύσει δραστικά την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τις ηλεκτρονικές δημόσιες υπηρεσίες. Επιπλέον, σε συνδυασμό με την προώθηση καινοτόμων ιδεών και startups που δραστηριοποιούνται στην κυβερνοασφάλεια, θα αναδυόταν και στην Ελλάδα ένα πιο «ώριμο» οικοσύστημα τεχνολογικών λύσεων, συντελώντας έμμεσα και στη βελτίωση της εθνικής ανταγωνιστικότητας στον ψηφιακό χώρο.
Πέρα από το δημόσιο, ο ιδιωτικός τομέας ωφελείται και επιχειρηματικά από μια τέτοια προσέγγιση. Η Ελλάδα διατηρεί παραδοσιακά ισχυρή θέση σε τομείς όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία, ενώ παράλληλα ενισχύεται η παρουσία fintech και e-commerce υπηρεσιών. Κάθε ένας από αυτούς τους κλάδους έχει λόγο να υιοθετήσει το Zero Trust, διότι οι επιθέσεις σε επιχειρήσεις e-commerce μπορεί να οδηγήσουν σε κλοπή στοιχείων πιστωτικών καρτών ή προσωπικών δεδομένων πελατών, με ανυπολόγιστη ζημία για την εικόνα της εταιρείας αλλά και για την εμπιστοσύνη των ξένων αγοραστών στον ελληνικό ψηφιακό χώρο. Στον τουρισμό, η αδιάλειπτη λειτουργία των συστημάτων κρατήσεων και η προστασία των ταξιδιωτικών δεδομένων είναι καίριας σημασίας, καθώς η απώλεια πρόσβασης ή η κλοπή δεδομένων θα μπορούσαν να επηρεάσουν άμεσα τα έσοδα μιας τουριστικής επιχείρησης, ιδίως σε περιόδους αιχμής.
Ένα από τα πλέον σημαντικά πορίσματα της προσέγγισης Zero Trust είναι το “assume breach mindset”. Δεν πρόκειται για μια απλή ρητορική φράση, αλλά για μια στρατηγική διαχείρισης ρίσκου, όπου κάθε οργανισμός αποδέχεται ότι θα δεχτεί επίθεση ή ότι ήδη έχει συμβεί κάποια μορφή παραβίασης που δεν έχει εντοπιστεί ακόμη. Υιοθετώντας αυτό το μοντέλο σκέψης, η Ελλάδα μπορεί να βρεθεί σε καλύτερη θέση να αντέξει σε μαζικές και στοχευμένες επιθέσεις, ενώ οργανισμοί που διαχειρίζονται κρίσιμες υποδομές δεν θα εφησυχάζουν στην ιδέα ενός απόλυτα θωρακισμένου δικτύου. Σε ένα Zero Trust περιβάλλον, ακόμα και αν οι δράστες καταφέρουν να αποκτήσουν πρόσβαση σε ένα υποσύστημα, η ζημιά θα είναι τοπική, θα εντοπιστεί γρηγορότερα και θα αντιμετωπιστεί με λιγότερα τρωτά σημεία. Για την ελληνική πραγματικότητα, όπου οι πόροι και τα αντανακλαστικά δεν είναι πάντα συγκρίσιμα με εκείνα πολύ μεγάλων χωρών, η σωστή σχεδίαση για την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων μιας ενδεχόμενης επίθεσης αποτελεί βασικό ζητούμενο. Το Zero Trust είναι μια πολύτιμη τεχνολογική και οργανωσιακή πρακτική που μπορεί να εξυπηρετήσει ακριβώς αυτό το ζητούμενο.
Συγχρόνως, καθώς ολοένα περισσότεροι Έλληνες εργαζόμενοι συνεχίζουν να δουλεύουν απομακρυσμένα ή σε καθεστώς υβριδικής εργασίας, η ανάγκη για μια ασφαλή πρόσβαση σε εταιρικούς πόρους γίνεται ακόμα πιο επείγουσα. Το παραδοσιακό μοντέλο χρήσης VPN, όπου ένας χρήστης εισέρχεται στο δίκτυο της επιχείρησης και λαμβάνει σχεδόν πλήρη πρόσβαση σε διάφορα συστήματα, δεν συμβαδίζει με την αρχή του “least privilege”. Αντίθετα, το Zero Trust Network Access (ZTNA) διασφαλίζει ότι ο χρήστης λαμβάνει μόνο όσα δικαιώματα χρειάζεται ανάλογα με τον ρόλο, τη συσκευή και τη συμπεριφορά του, ενώ, παράλληλα, υπάρχει συνεχής αξιολόγηση ρίσκου. Σε ένα ελληνικό περιβάλλον όπου η φορητότητα του προσωπικού είναι ιδιαίτερα αυξημένη και όπου το cloud διεισδύει σε όλο και περισσότερα επιχειρησιακά επίπεδα, η μετάβαση σε λύσεις ZTNA δεν αποτελεί πια πολυτέλεια, αλλά δομικό στοιχείο μιας ασφαλούς λειτουργίας.
Το ίδιο ισχύει και για την ανάγκη ευθυγράμμισης με διεθνή πρότυπα και οργάνωσης της κυβερνοασφάλειας σε επίπεδο governance. Στην Ελλάδα, πλέον, όλο και περισσότεροι οργανισμοί αναζητούν πιστοποιήσεις όπως το ISO 27001, ενώ οι απαιτήσεις της ΕΕ για την προστασία των προσωπικών δεδομένων υπό το GDPR καθιστούν τον έλεγχο δικαιωμάτων πρόσβασης και την καταγραφή λογιστικών κινήσεων (audit logs) όχι απλώς ορθή πρακτική, αλλά υποχρέωση. Το Zero Trust πλαίσιο διευκολύνει την εκτέλεση και τεκμηρίωση τέτοιων πρακτικών, διότι η αρχιτεκτονική του από τη φύση της καταγράφει και επαληθεύει τα πάντα, ενώ τα εργαλεία micro-segmentation και IAM μπορούν να απομονώσουν γρήγορα τυχόν προβληματικές συμπεριφορές ή να περιορίσουν συγκεκριμένους λογαριασμούς που δεν συμμορφώνονται με τους κανόνες.
Εν κατακλείδι, η υιοθέτηση του Zero Trust μοντέλου στην Ελλάδα, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, προσφέρει πολλαπλά οφέλη που υπερβαίνουν την απλή ενίσχυση της ασφάλειας. Πρόκειται για μια στρατηγική επιλογή που διασφαλίζει τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα των ψηφιακών υπηρεσιών, συμβάλλει στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και κράτους, προστατεύει κρίσιμους κλάδους όπως η ναυτιλία και ο τουρισμός και συνάδει με τις ευρωπαϊκές οδηγίες και τα διεθνή πρότυπα. Η Ελλάδα έχει ήδη κάνει σημαντικά βήματα στον τομέα της κυβερνοασφάλειας, ειδικά σε επίπεδο νομοθετικού πλαισίου και θεσμικών οργάνων, όμως η πράξη δείχνει ότι η δυναμική των απειλών και η πολυπλοκότητα της τεχνολογίας απαιτούν μια νοοτροπία που να μην θεωρεί τίποτε και κανέναν εκ προοιμίου ασφαλή. Το Zero Trust, ως πλαίσιο αρχών και εργαλείων, προσφέρει μια ολοκληρωμένη απάντηση στο πώς μπορούμε να αξιοποιούμε τα οφέλη της ψηφιακής εποχής χωρίς να θέτουμε σε διακινδύνευση τα δεδομένα και τις επιχειρησιακές υποδομές.
Η επένδυση στο Zero Trust δεν είναι αποκλειστικά ζήτημα προϋπολογισμού ή εξεύρεσης προηγμένων τεχνολογιών. Απαιτεί επίσης αναδιάρθρωση διαδικασιών, αλλαγή νοοτροπίας και συστηματική εκπαίδευση του ανθρώπινου παράγοντα. Σε ένα περιβάλλον όπου οι εν δυνάμει επιτιθέμενοι γίνονται όλο και πιο επαγγελματίες και διασυνδέονται σε διεθνείς εγκληματικές κοινότητες, η Ελλάδα καλείται να υιοθετήσει τα πιο σύγχρονα πρότυπα προστασίας. Το Zero Trust ενδείκνυται για την ελληνική πραγματικότητα, ακριβώς γιατί προσφέρει μια επεκτάσιμη και ευέλικτη μεθοδολογία, επιτρέποντας σε κάθε οργανισμό να ιεραρχεί τις ανάγκες του, να υλοποιεί βαθμιαία τα κατάλληλα εργαλεία και να προσαρμόζεται στις εξελίξεις των κυβερνοεπιθέσεων. Ο δημόσιος τομέας, με τις κρίσιμες υπηρεσίες που εξυπηρετεί, μπορεί να λειτουργήσει ως πρωτοπόρος, δημιουργώντας πρότυπα εφαρμογής που θα μεταλαμπαδεύονται και στον ιδιωτικό τομέα. Στην πορεία, η συνδρομή εθνικών και ευρωπαϊκών φορέων, η διαρκής κατάρτιση και η αξιοποίηση καινοτόμων λύσεων ασφάλειας από τη διεθνή και ελληνική αγορά θα εδραιώσουν ένα αποτελεσματικό οικοσύστημα κυβερνοάμυνας.
Το στοίχημα είναι μεγάλο, διότι το κόστος ενός επιτυχημένου κυβερνοπλήγματος, είτε αυτό αφορά εκβιαστικές πρακτικές με ransomware είτε βιομηχανική κατασκοπεία, δεν έχει μόνο χρηματικές προεκτάσεις. Διακυβεύεται η εμπιστοσύνη στους θεσμούς, η ομαλή λειτουργία υποδομών ζωτικής σημασίας, η ιδιωτικότητα των πολιτών και η διεθνής εικόνα της χώρας ως ασφαλούς επενδυτικού και τουριστικού προορισμού. Όλα αυτά καταδεικνύουν γιατί το Zero Trust δεν είναι απλώς άλλη μια τεχνολογική τάση, αλλά μια θεμελιώδης στροφή στην αρχιτεκτονική και τη φιλοσοφία της ψηφιακής ασφάλειας.
Η εμπειρία άλλων χωρών δείχνει ότι όσοι επένδυσαν εγκαίρως στην υιοθέτηση Zero Trust αρχών (μέσω IAM, micro-segmentation, SOAR, continuous monitoring) κατάφεραν να ελαχιστοποιήσουν την επιφάνεια μιας δυνητικής επίθεσης και να επιτύχουν ταχύτερη ανίχνευση και απόκριση σε περιστατικά. Παρότι η κάθε χώρα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες, η Ελλάδα διαθέτει αρκετά πλεονεκτήματα, όπως το γεγονός ότι αποτελεί ενεργό μέλος της ΕΕ και διατηρεί στενή συνεργασία με οργανισμούς όπως η ENISA. Αυτή η συνεργασία μπορεί να διευκολύνει την ανταλλαγή τεχνογνωσίας και βέλτιστων πρακτικών, ιδίως σε θέματα τυποποίησης, αξιολογήσεων ρίσκου και κοινού ευρωπαϊκού πλαισίου διαχείρισης κυβερνοαπειλών.
Συνολικά, το Zero Trust ξεπερνά την παραδοσιακή λογική του «χτίζω ένα τείχος και προστατεύω ό,τι είναι μέσα». Αντικαθιστά αυτήν τη λογική με την αρχή ότι η ασφάλεια είναι μια συνεχής, δυναμική διεργασία, και ότι κανένα σύστημα δεν πρέπει να εμπιστεύεται τίποτα δίχως να το επαληθεύει πλήρως κάθε φορά. Για την ελληνική σκηνή της κυβερνοασφάλειας, σε μια περίοδο όπου οι ψηφιακές εφαρμογές πολλαπλασιάζονται και η χώρα επιχειρεί να αναβαθμιστεί τεχνολογικά, το Zero Trust μπορεί να αποτελέσει καταλύτη που θα οδηγήσει σε ένα πιο ανθεκτικό και αξιόπιστο ψηφιακό οικοσύστημα. Η επιτυχία του, ωστόσο, προϋποθέτει επενδύσεις σε τεχνολογία, σε ανθρώπινο δυναμικό και σε θεσμικές αλλαγές, ώστε η μετάβαση να είναι ουσιώδης και όχι επιφανειακή. Παρά τις προκλήσεις που αναδύονται, η πιθανή υιοθέτηση του Zero Trust σε βάθος χρόνου αναμένεται να θωρακίσει αποτελεσματικότερα τις ελληνικές επιχειρήσεις και τις κρατικές υποδομές απέναντι σε μια διαρκώς εξελισσόμενη πανσπερμία απειλών, προσφέροντας την ασφάλεια που απαιτούν τόσο οι καιροί όσο και οι διεθνείς προδιαγραφές. Με άλλα λόγια, η φιλοσοφία του “never trust, always verify” δεν είναι απλώς μια αμυντική στάση, αλλά μια σύγχρονη και απαραίτητη μεθοδολογία για όσους φιλοδοξούν να καταστούν ή να παραμείνουν αξιόπιστοι ψηφιακοί πάροχοι, είτε αυτό αφορά τον δημόσιο τομέα είτε την ιδιωτική αγορά στην Ελλάδα.

